Τενέδιοι

Τενέδιοι
Τενέδιος
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Τένεδος — I Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας. Οι κάτοικοί της ονομάζονταν Τενεδείς ενώ εκείνοι του ομώνυμου νησιού Τενέδιοι. Τοποθετείται από τους περισσότερους στην περιοχή της αρχαίας Παμφυλίας. II Νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, κοντά στην είσοδο του… …   Dictionary of Greek

  • Τέννης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Κύκνου, βασιλιά των Κολωνών στην Τροία, ή του Απόλλωνα, κατά τη μυθολογική εκδοχή, και αδελφός της Ημίθεας. Διαβλήθηκε από τη μητριά του Φιλονόμη, η οποία τον είχε ερωτευτεί, κλείστηκε μέσα σε κιβώτιο μαζί με …   Dictionary of Greek

  • τουρκομερίτης — ο θηλ. τουρκομερίτισσα αυτός που κατάγεται (κυρίως Έλληνας) από τουρκικά μέρη: Οι Τενέδιοι είναι τουρκομερίτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”